Ταρσῶν

Ταρσῶν
Ταρσός
frame of wicker-work
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταρσῶν — ταρσός frame of wicker work masc gen pl ταρσόω provide with a pres part act masc voc sg (doric aeolic) ταρσόω provide with a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ταρσόω provide with a pres part act masc nom sg ταρσόω provide with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …   Dictionary of Greek

  • στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 …   Dictionary of Greek

  • τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • κουφογερακίνα — Κοινή ονομασία ημερόβιων αρπακτικών ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας accipitridae. Η κοινή κ. (Buteo buteo) –διαδεδομένη στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε περιοχές της Ασίας– έχει άνοιγμα πτερύγων περίπου 1,30 μ. και μήκος 55 60 εκ. μαζί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”